λινάρμενον

λινάρμενον
λῐν-άρμενον, τό,
A sail, POxy.2136.6 (iii A. D.), PLond.3.1164h7 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λινάρμενον — λινάρμενον, τὸ (Α) το ιστίο τού πλοίου που είναι κατασκευασμένο από λινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἄρμενον, που απαντά συνήθως στον πληθ. ἄρμενα «ξάρτια ιστιοφόρου»] …   Dictionary of Greek

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”